- νουθετητικόν
- νουθετητικόςmonitorymasc acc sgνουθετητικόςmonitoryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νουθετητικός — νουθετητικός, ή, όν (Α) [νουθετητής] παραινετικός, συμβουλευτικός («διὰ λόγον νουθετητικόν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek